σολοκατοποιία

σολοκατοποιία
η, Ν
[σοκολατοποιός]
βιομηχανία παραγωγής σοκολάτας και διαφόρων ειδών που παρασκευάζονται από σοκολάτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”